δυστυχώ — δυστυχώ, δυστύχησα, δυστυχισμένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: δυστυχώ : η μτχ. δυστυχισμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ δυστυχής, δύστυχος κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δυστυχώ — (AM δυστυχῶ ( έω) είμαι άτυχος, δυστυχισμένος νεοελλ. βρίσκομαι σε οικονομική εξαθλίωση (αρχ. μσν.) έχω το δυστύχημα να έχω («τὴν λίμνην ἀντιμέτωπον δυστυχήσαντες») αρχ. 1. παθ. καταντώ δυστυχής 2. (με εμπρόθ. προσδ.) υφίσταμαι ατυχία («δυστυχῆ… … Dictionary of Greek
δυστυχῶ — δυστυχέω to be unlucky pres subj act 1st sg (attic epic doric) δυστυχέω to be unlucky pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
προδυστυχώ — έω, Α δυστυχώ πριν από κάτι ή από κάποιον άλλο («οἰκῶν δὲ νῆσον κατὰ μὲν θάλατταν προδεδυστύχηκεν», Ισοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δυστυχῶ (< δυστυχής)] … Dictionary of Greek
συνδυστυχώ — έω, ΜΑ [δυστυχῶ] δυστυχώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο, συμμετέχω στη δυστυχία κάποιου … Dictionary of Greek
αδυστύχητος — η, ο [δυστυχώ] αυτός που δεν δυστύχησε, δεν πέρασε δυστυχία στη ζωή του … Dictionary of Greek
αδυστύχιστος — η, ο [δυστυχώ] ο αδυστύχητος … Dictionary of Greek
ακληρώ — ἀκληρῶ ( έω) (AM) [ἄκληρος] είμαι άκληρος, δεν έχω περιουσία, δυστυχώ μσν. στερώ κάποιον από εδάφη που τού ανήκουν … Dictionary of Greek
ανεπιτήδειος — α, ο (Α ἀνεπιτήδειος, ον) ακατάλληλος νεοελλ. αδέξιος, ανίκανος αρχ. 1. επιβλαβής 2. μη ευνοϊκός, εχθρικός 3. δυσμενής, δυσοίωνος 4. ως ουσ. εχθρός, πολιτικός αντίπαλος 5. επίρρ. ανεπιτηδείως πράττω είμαι δυστυχισμένος, δυστυχώ … Dictionary of Greek